Entreatingly
volume
British pronunciation/ɛntɹˈiːtɪŋlɪ/
American pronunciation/ɛntɹˈiːɾɪŋli/

Ορισμός και Σημασία του "entreatingly"

entreatingly
01

in a beseeching manner

word family

entreatingly

entreatingly

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store