Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Entreaty
01
ικεσία, παρακάλεμα
a request made with sincerity or desperation
Παραδείγματα
Her entreaty for help moved the crowd to action.
Η ικεσία της για βοήθεια κίνησε το πλήθος σε δράση.
He ignored their entreaty to reconsider the decision.
Αγνόησε το παρακάλεσμά τους να επανεξετάσει την απόφαση.
Λεξικό Δέντρο
entreaty
entreat



























