Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Entrapment
01
παγίδα, προώθηση σε έγκλημα
(law) a practice in which government officials persuade someone to commit a crime that one would not have done by choice
Παραδείγματα
The defense argued that the defendant ’s actions were a result of entrapment.
Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι οι ενέργειες του κατηγορούμενου ήταν αποτέλεσμα παγίδευσης.
The case was dismissed due to evidence of entrapment by the undercover agents.
Η υπόθεση απορρίφθηκε λόγω αποδεικτικών στοιχείων παγίδευσης από τους μυστικούς πράκτορες.
Λεξικό Δέντρο
entrapment
entrap
trap



























