LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Entrapment
/ɛntɹˈæpmənt/
/ɪnˈtɹæpmənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "entrapment"
Entrapment
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
παγίδευση
(law) a practice in which government officials persuade someone to commit a crime that one would not have done by choice
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App