Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Entranceway
01
διάδρομος, είσοδος
something that provides access (to get in or get out)
Λεξικό Δέντρο
entranceway
entrance
way
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διάδρομος, είσοδος
Λεξικό Δέντρο
entrance
way