Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Entanglement
01
μπλέξιμο, παγίδα
an intricate trap that entangles or ensnares its victim
Λεξικό Δέντρο
disentanglement
entanglement
entangle
tangle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μπλέξιμο, παγίδα
Λεξικό Δέντρο