Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to entail
01
συνεπάγομαι, απαιτώ
to require or involve certain actions, conditions, or consequences as a necessary part of a situation or decision
Transitive: to entail certain actions or conditions | to entail doing sth
Παραδείγματα
Completing the project on time entails working overtime if necessary.
Η ολοκλήρωση του έργου εγκαίρως συνεπάγεται εργασία υπερωριών εάν είναι απαραίτητη.
The new regulations entail stricter monitoring of environmental impact.
Οι νέοι κανονισμοί συνεπάγονται αυστηρότερη παρακολούθηση της περιβαλλοντικής επίπτωσης.
02
συνεπάγομαι, επιφέρω
to necessitate or result in a logical consequence or outcome
Transitive: to entail a consequence or outcome
Παραδείγματα
Insufficient funds currently entail the need for careful budgeting.
Ανεπαρκής κεφάλαια προκαλούν τώρα την ανάγκη για προσεκτικό προϋπολογισμό.
His absence yesterday entailed a delay in the project timeline.
Η απουσία του χθες επέφερε μια καθυστέρηση στο χρονοδιάγραμμα του έργου.
03
περιορίζω την κληρονομιά, δέσμευση της κληρονομιάς σε συγκεκριμένους κληρονόμους
to legally restrict the inheritance of property to specific heirs within a family for several generations
Transitive: to entail a property
Παραδείγματα
The estate was entailed to ensure it stayed within the noble family.
Η περιουσία ήταν δεσμευμένη για να διασφαλιστεί ότι θα παραμείνει εντός της ευγενούς οικογένειας.
He decided to entail the property to his descendants to preserve the family legacy.
Αποφάσισε να περιορίσει την ιδιοκτησία στους απογόνους του για να διατηρήσει την οικογενειακή κληρονομιά.
Entail
01
η πράξη του περιορισμού της ιδιοκτησίας· η δημιουργία ενός περιορισμένου δικαιώματος από ένα πλήρες δικαίωμα, η κληρονομική υποκατάσταση
the act of entailing property; the creation of a fee tail from a fee simple
02
γη που ελήφθη με δικαίωμα οικογενειακής διαδοχής, περιορισμένη κληρονομιά
land received by fee tail
Λεξικό Δέντρο
entailment
entail



























