Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ambivalence
01
αμφιθυμία
the state of having mixed or opposing feelings
Παραδείγματα
The announcement of the policy change was met with ambivalence by the employees, who saw both pros and cons.
Η ανακοίνωση της αλλαγής της πολιτικής συναντήθηκε με αμφιθυμία από τους εργαζόμενους, που είδαν και τα υπέρ και τα κατά.
Their sudden breakup left him in a state of ambivalence, torn between relief and sadness.
Ο ξαφνικός χωρισμός τους τον άφησε σε κατάσταση αμφιθυμίας, σχισμένο ανάμεσα στην ανακούφιση και τη θλίψη.
Λεξικό Δέντρο
ambivalency
ambivalence
ambival



























