Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
enlarged
01
υπερτροφικός, μεγεθυμένος
(of an organ or body part) excessively enlarged as a result of increased size in the constituent cells
02
μεγεθυμένος, διευρυμένος
as of a photograph; made larger
03
μεγεθυμένος, διευρυμένος
larger than normal
Παραδείγματα
The architect ’s plans included an enlarged living area to accommodate the family ’s needs.
Τα σχέδια του αρχιτέκτονα περιλάμβαναν ένα διευρυμένο καθιστικό για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας.
The architect presented plans for an enlarged kitchen, featuring expanded counter space and larger appliances.
Ο αρχιτέκτονας παρουσίασε σχέδια για μια διευρυμένη κουζίνα, με διευρυμένο χώρο πάγκου και μεγαλύτερες συσκευές.
Λεξικό Δέντρο
enlarged
enlarge



























