Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
enhancive
01
αισθητικός, ομορφυντικός
serving an aesthetic purpose in beautifying the body
02
ενισχυτικός, βελτιωτικός
intensifying by augmentation and enhancement
Λεξικό Δέντρο
enhancive
enhance
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αισθητικός, ομορφυντικός
ενισχυτικός, βελτιωτικός
Λεξικό Δέντρο