Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
endearingly
01
αξιολάτρευτα, γοητευτικά
in a lovable, charming, or emotionally appealing manner
Παραδείγματα
She smiled endearingly at the camera, melting everyone's heart.
Χαμογέλασε γοητευτικά στην κάμερα, λιώντας τις καρδιές όλων.
He stammered endearingly during his speech, which made the audience cheer for him even more.
Τραύλισε γοητευτικά κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, κάτι που έκανε το κοινό να τον επικροτήσει ακόμα περισσότερο.
Λεξικό Δέντρο
endearingly
endearing
endear



























