Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
endangered
01
απειλούμενος με εξαφάνιση
(of an animal, plant, etc.) being at risk of extinction
Παραδείγματα
The endangered sea turtle population is declining rapidly due to pollution and habitat destruction.
Ο πληθυσμός των απειλούμενων θαλάσσιων χελωνών μειώνεται γρήγορα λόγω της ρύπανσης και της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Conservation efforts are underway to protect the habitat of the endangered Bengal tiger.
Γίνονται προσπάθειες διατήρησης για την προστασία του περιβάλλοντος διαβίωσης της απειλούμενης Βεγγάλης τίγρης.
Λεξικό Δέντρο
endangered
endanger



























