Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
encouraged
01
ενθαρρυμένος, παρακινημένος
feeling hopeful or motivated, often as a result of support or positive feedback from others
Παραδείγματα
After receiving positive feedback from her mentor, she felt encouraged to pursue her dreams.
Αφού έλαβε θετική ανατροφοδότηση από τη μέντορά της, αισθάνθηκε ενθαρρυμένη να κυνηγήσει τα όνειρά της.
Despite facing setbacks, she remained encouraged by her determination to succeed.
Παρά τις αναποδιές, παρέμεινε ενθαρρυμένη από την αποφασιστικότητά της να πετύχει.
Λεξικό Δέντρο
encouraged
encourage



























