Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eminently
01
εξαιρετικά, διακεκριμένα
in a highly notable or distinguished manner
Παραδείγματα
She is eminently qualified to lead the research team.
Είναι εξαιρετικά καταρτισμένη να ηγηθεί της ερευνητικής ομάδας.
That solution is eminently practical and easy to implement.
Αυτή η λύση είναι εξαιρετικά πρακτική και εύκολη στην εφαρμογή.



























