Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eminent
01
εξέχων, υψηλός
higher or taller than the things or people nearby in a way that draws attention
Παραδείγματα
The statue stood eminent above the square, visible from every corner.
Το άγαλμα στεκόταν επίσημο πάνω από την πλατεία, ορατό από κάθε γωνία.
An eminent hill rose behind the village, catching the morning light.
Ένας εξέχων λόφος υψωνόταν πίσω από το χωριό, πιάνοντας το πρωινό φως.
02
διακεκριμένος, διάσημος
having a position or quality that is noticeably great and respected
Παραδείγματα
The eminent professor was widely respected for his contributions to physics.
Ο διακεκριμένος καθηγητής ήταν ευρέως σεβαστός για τις συνεισφορές του στη φυσική.
The eminent lawyer was sought after for her expertise in constitutional law.
Ο διακεκριμένος δικηγόρος ήταν πολύ ζητημένος για την εμπειρογνωμοσύνη της στο συνταγματικό δίκαιο.



























