Embroiled
volume
British pronunciation/ɛmbɹˈɔ‍ɪld/
American pronunciation/ɛmˈbɹɔɪɫd/

Ορισμός και Σημασία του "embroiled"

01

becoming involved in a dispute, conflict, or complex situation

embroiled

adj

embroil

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store