LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Elver
/ˈɛlvɐ/
/ˈɛlvɚ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "elver"
Elver
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a small and young eel
02
young eel; may be sauteed or batter-fried
word family
elver
elver
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
elution
elute
elusiveness
elusive
elusion
elves
elvis
elvis aron presley
elvis presley
elvish
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App