LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Effectuality
/ɪfˌɛktʃuːˈalɪti/
/ɪfˌɛktʃuːˈælɪɾi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "effectuality"
Effectuality
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
power to be effective; the quality of being able to bring about an effect
ineffectiveness
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
effectual
effects
effector
effectivity
effectiveness
effectually
effectualness
effectuate
effectuation
effeminacy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App