Edified
volume
British pronunciation/ˈɛdɪfˌa‍ɪd/
American pronunciation/ˈɛdɪfˌaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "edified"

01

instructed and encouraged in moral, intellectual, and spiritual improvement

word family

edified

edified

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store