LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Edible fruit
/ˈɛdəbəl fɹˈuːt/
/ˈɛdəbəl fɹˈuːt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "edible fruit"
Edible fruit
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
edible reproductive body of a seed plant especially one having sweet flesh
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
edible fat
edible corn
edible cockle
edible bean
edible banana
edible ink
edible mussel
edible nut
edible sea urchin
edible seed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App