Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ecstatically
01
εκστατικά, με έκσταση
in a way that shows overwhelming happiness, excitement, or joy
Παραδείγματα
She laughed ecstatically when she won the lottery.
Γέλασε εκστατικά όταν κέρδισε το λόττο.
The fans cheered ecstatically as the band took the stage.
Οι θαυμαστές ζητωκραύγασαν εκστατικά καθώς το συγκρότημα ανέβηκε στη σκηνή.



























