LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Earwax
/ˈiəwæks/
/ˈiɹˌwæks/, /ˈɪɹˌwæks/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "earwax"
Earwax
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a soft yellow wax secreted by glands in the ear canal
word family
ear
wax
earwax
earwax
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
earthy
earthworm
earthwork
earthtongue
earthstar
earwig
eas
ease
ease off
ease up
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App