LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Drugging
/dɹˈʌɡɪŋ/
/ˈdɹəɡɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "drugging"
Drugging
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the administration of a sedative agent or drug
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
drugget
drugged
drug-free
drug-addicted
drug withdrawal
druggist
drugless
drugs bust
drugstore
druid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App