Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Druggist
01
φαρμακοποιός, ετοιμαστής φαρμάκων
a health professional trained to prepare and dispense drugs and medicine
Λεξικό Δέντρο
druggist
drug
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φαρμακοποιός, ετοιμαστής φαρμάκων
Λεξικό Δέντρο