Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drugstore
01
φαρμακείο, φαρμακοπωλείο
a pharmacy that sells medicines and also other types of goods, for example toiletries
Παραδείγματα
Many drugstores are open 24 hours for convenience.
Πολλά φαρμακεία είναι ανοιχτά 24 ώρες για ευκολία.
She bought cold medicine from the nearest drugstore.
Αγόρασε φάρμακο για το κρύωμα από το πλησιέστερο φαρμακείο.



























