Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drove
01
αγέλη, πλήθος
a large number of people or animals moving in a group
02
ευρεία σμίλη λιθοξόου για την επεξεργασία πέτρας, εργαλείο λιθοξόου με ευρεία λεπίδα
a stonemason's chisel with a broad edge for dressing stone
03
κινούμενο πλήθος, κινούμενη ομάδα
a moving crowd



























