Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to drop out
[phrase form: drop]
01
εγκαταλείπω, παρατώ
to stop going to school, university, or college before finishing one's studies
Intransitive: to drop out | to drop out of school or university
Παραδείγματα
Due to personal reasons, she had to make the difficult decision to drop out of college.
Για προσωπικούς λόγους, έπρεπε να πάρει τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει το κολέγιο.
Financial constraints forced him to drop out of university and seek employment.
Οι οικονομικοί περιορισμοί τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να αναζητήσει εργασία.
02
τα παρατάω, εγκαταλείπω
to admit defeat and discontinue an effort
Intransitive: to drop out | to drop out of an effort or activity
Παραδείγματα
Faced with constant setbacks, she decided to drop out of the competition.
Αντιμέτωπη με συνεχείς αναποδιές, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον διαγωνισμό.
After numerous failed attempts, he finally chose to drop out and pursue a different career path.
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, τελικά επέλεξε να τα παρατήσει και να ακολουθήσει ένα διαφορετικό επαγγελματικό μονοπάτι.
03
εγκαταλείπω, ζω εκτός κοινωνικών συμβάσεων
to reject to adopt an ordinary social life, following an alternative lifestyle
Intransitive: to drop out | to drop out of ordinary life
Παραδείγματα
After a period of soul-searching, he decided to drop out and live a more unconventional lifestyle.
Μετά από μια περίοδο αυτοανάλυσης, αποφάσισε να εγκαταλείψει και να ζήσει έναν πιο ασυνήθιστο τρόπο ζωής.
They chose to drop out of the mainstream society and embrace a bohemian way of living.
Επέλεξαν να αποσυρθούν από την κυρίαρχη κοινωνία και να αγκαλιάσουν έναν μποέμικο τρόπο ζωής.



























