Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drib
01
σταγόνα, μικρή αόριστη ποσότητα (ειδικά υγρού)
a small indefinite quantity (especially of a liquid)
Λεξικό Δέντρο
driblet
drib
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σταγόνα, μικρή αόριστη ποσότητα (ειδικά υγρού)
Λεξικό Δέντρο