Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Alms
01
ελεημοσύνη, φιλανθρωπία
money, food, or other donations given to the poor or needy as an act of charity
Παραδείγματα
The kind-hearted woman regularly gave alms to the homeless in her neighborhood.
Η καλόκαρδη γυναίκα έδινε τακτικά ελεημοσύνη στους αστέγους της γειτονιάς της.
The church collected alms every Sunday to support local families in need.
Η εκκλησία συγκέντρωνε ελεημοσύνες κάθε Κυριακή για να υποστηρίξει τις τοπικές οικογένειες που βρίσκονταν σε ανάγκη.



























