Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drawback
01
μειονέκτημα, μειονότητα
a disadvantage or the feature of a situation that makes it unacceptable
Παραδείγματα
The main drawback of working from home is the lack of social interaction.
Το κύριο μειονέκτημα της εργασίας από το σπίτι είναι η έλλειψη κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
One drawback of the new system is its complexity and the steep learning curve.
Ένα μειονέκτημα του νέου συστήματος είναι η πολυπλοκότητά του και η απότομη καμπύλη μάθησης.
Λεξικό Δέντρο
drawback
draw
back



























