Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
domestic pigeon
/dəmˈɛstɪk pˈɪdʒən/
/dəmˈɛstɪk pˈɪdʒən/
Domestic pigeon
01
οικόσιτο περιστέρι, εκτρεφόμενο περιστέρι
domesticated pigeon raised for sport or food
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
οικόσιτο περιστέρι, εκτρεφόμενο περιστέρι