Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dogmatic
01
δογματικός, αμετάπειστος
convinced that everything one believes in is true and others are wrong
Παραδείγματα
His dogmatic views on politics made it difficult to have a productive conversation with him.
Οι δογματικές του απόψεις για την πολιτική έκαναν δύσκολη μια παραγωγική συζήτηση μαζί του.
She was dogmatic in her belief that only her approach to solving the problem was correct.
Ήταν δογματική στην πεποίθησή της ότι μόνο η προσέγγισή της για την επίλυση του προβλήματος ήταν σωστή.
Λεξικό Δέντρο
dogmatical
undogmatic
dogmatic
dogm



























