Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Doghouse
01
σκυλόσπιτο, κουτάβι
outbuilding that serves as a shelter for a dog
02
σκυλόσπιτο, κουτάβι
an idiomatic term for being in disfavor
Λεξικό Δέντρο
doghouse
dog
house
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκυλόσπιτο, κουτάβι
σκυλόσπιτο, κουτάβι
Λεξικό Δέντρο
dog
house