Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to doff
01
αφαιρώ, βγάζω
to take off clothing or a covering
Transitive: to doff clothes or accessories
Παραδείγματα
In the presence of royalty, it is customary to doff one's hat as a sign of reverence.
Στην παρουσία της βασιλείας, συνηθίζεται να βγάζει κανείς το καπέλο του ως ένδειξη σεβασμού.
As a mark of courtesy, he doffed his cap when entering the room.
Ως ένδειξη ευγένειας, βγάζει το καπέλο του μπαίνοντας στο δωμάτιο.



























