Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Doctorate
01
διδακτορικό, πτυχίο διδάκτορα
the highest degree given by a university
Παραδείγματα
She earned her doctorate in physics from Harvard University.
Απέκτησε το διδακτορικό της στη φυσική από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
He was awarded a doctorate in philosophy after completing his dissertation.
Του απονεμήθηκε διδακτορικό στη φιλοσοφία μετά την ολοκλήρωση της διατριβής του.
Λεξικό Δέντρο
postdoctorate
doctorate



























