Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
doctoral
01
διδακτορικός, σχετικός με το διδακτορικό
relating to or characteristic of the highest academic degree awarded by a university or institution
Παραδείγματα
The doctoral program in psychology requires students to conduct original research and defend a dissertation.
Το διδακτορικό πρόγραμμα στην ψυχολογία απαιτεί από τους φοιτητές να διεξάγουν πρωτότυπη έρευνα και να υπερασπιστούν μια διατριβή.
Attaining a doctoral degree often involves several years of rigorous study and research in a specialized field.
Η απόκτηση ενός διδακτορικού πτυχίου συχνά περιλαμβάνει αρκετά χρόνια εντατικής μελέτης και έρευνας σε ένα εξειδικευμένο πεδίο.
Λεξικό Δέντρο
postdoctoral
doctoral
doctor



























