Allowably
volume
British pronunciation/ɐlˈaʊəblɪ/
American pronunciation/ɐlˈaʊəbli/

Ορισμός και Σημασία του "allowably"

01

in a permissible manner

word family

allow

allow

Verb

allowable

Adjective

allowably

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store