Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dinky
01
μικρός, ασήμαντος
insignificant and small
Παραδείγματα
They lived in a dinky apartment above a laundromat.
Ζούσαν σε ένα μικρούλι διαμέρισμα πάνω από ένα πλυντήριο ρούχων.
His first car was a dinky old hatchback with a squeaky door.
Το πρώτο του αυτοκίνητο ήταν ένα μικρούλικο παλιό hatchback με μια τρίζουσα πόρτα.
02
όμορφο και τακτοποιημένο, χαριτωμένο και καθαρό
(British informal) pretty and neat
Dinky
01
μικρή ατμομηχανή, μινιατούρα ατμομηχανής
a small locomotive
Λεξικό Δέντρο
dinky
dink



























