LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dignitary
/dˈɪɡnɪtəɹi/
/ˈdɪɡnəˌtɛɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dignitary"
Dignitary
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person of importance in society due to high rank
word family
dignitary
dignitary
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dignifying
dignify
dignified
diglossia
digitoxin
dignity
digoxin
digram
digraph
digress
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App