LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Diabolize
/dˈaɪəbˌɒlaɪz/
/dˈaɪəbˌɑːlaɪz/
diabolise
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "diabolize"
to diabolize
ΡΉΜΑ
01
turn into a devil or make devilish
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
diabolist
diabolism
diabolically
diabolical
diabolic
diabolo
diacalpa
diacetylmorphine
diachronic
diachronic analysis
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App