Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to devastate
01
καταστρέφω, συντρίβω
to deeply shock or overwhelm emotionally
Transitive: to devastate sb
Παραδείγματα
The news of her brother 's sudden death devastated her, leaving her unable to function.
Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του αδελφού της την κατέστρεψε, αφήνοντάς την ανίκανη να λειτουργήσει.
The destruction caused by the hurricane devastated the coastal community, leaving residents homeless and heartbroken.
Η καταστροφή που προκάλεσε ο τυφώνας κατέστρεψε την παράκτια κοινότητα, αφήνοντας τους κατοίκους άστεγους και με σπασμένη καρδιά.
02
καταστρέφω, εξοντώνω
to destroy something completely
Transitive: to devastate sth
Παραδείγματα
The hurricane devastated the coastal town, leaving homes and businesses in ruins.
Ο τυφώνας κατέστρεψε την παραθαλάσσια πόλη, αφήνοντας σπίτια και επιχειρήσεις σε ερείπια.
The wildfire swept through the forest, devastating acres of land and wildlife habitats.
Η πυρκαγιά σάρωσε το δάσος, καταστρέφοντας εκτάρια γης και βιότοπους άγριας ζωής.
Λεξικό Δέντρο
devastated
devastating
devastation
devastate



























