Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Desecration
01
βεβήλωση, ιεροσυλία
the act of treating something sacred with disrespect or violation
Λεξικό Δέντρο
desecration
desecrate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βεβήλωση, ιεροσυλία
Λεξικό Δέντρο