Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dented
01
σκαθαρισμένος, βαθουλωμένος
having a small hollow or mark on a surface, typically caused by impact or pressure
Παραδείγματα
The car door was dented after the accident.
Η πόρτα του αυτοκινήτου ήταν σκαλωμένη μετά το ατύχημα.
The metal sheet was dented in several places after the heavy tools were dropped on it.
Το μεταλλικό φύλλο είχε χαρακιές σε πολλά σημεία αφού έπεσαν πάνω του βαριά εργαλεία.
Λεξικό Δέντρο
dented
dent



























