Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dentifrice
01
οδοντόκρεμα
a substance used for cleaning and maintaining oral hygiene
Παραδείγματα
After breakfast, she applied a small amount of dentifrice to her toothbrush before brushing her teeth.
Μετά το πρωινό, έβαλε μια μικρή ποσότητα οδοντόκρεμας στη βούρτσα της πριν βουρτσίσει τα δόντια της.
Dentifrice plays a crucial role in preventing tooth decay and maintaining oral health by removing plaque and bacteria.
Η οδοντόκρεμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη της τερηδόνας και στη διατήρηση της στοματικής υγείας αφαιρώντας την πλάκα και τα βακτήρια.



























