Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Denture
01
τεχνητή οδοντοστοιχία, οδοντική πρόθεση
a set of false teeth or any artificial replacement for a tooth
Λεξικό Δέντρο
denturist
denture
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τεχνητή οδοντοστοιχία, οδοντική πρόθεση
Λεξικό Δέντρο