Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Demulcent
01
καταπραϋντικό, παρασκεύασμα για τον ηρεμισμό
a medication (in the form of an oil or salve etc.) that soothes inflamed or injured skin
demulcent
01
καταπραϋντικό, προστατευτικό
having a soothing or protective effect on inflamed or irritated tissues
Παραδείγματα
Aloe vera gel is known for its demulcent properties, providing soothing relief to sunburned skin.
Το τζελ αλόε βέρα είναι γνωστό για τις καταπραϋντικές του ιδιότητες, προσφέροντας ανακούφιση στο δέρμα που έχει καεί από τον ήλιο.
Marshmallow root contains demulcent compounds that help alleviate irritation in the respiratory and digestive tracts.
Η ρίζα του marshmallow περιέχει καταπραϋντικές ενώσεις που βοηθούν στην ανακούφιση της ερεθισμένης αναπνευστικής και πεπτικής οδού.



























