Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
delusive
01
απατηλός, παραπλανητικός
causing false beliefs or misleading impressions
Παραδείγματα
His delusive hopes led to disappointment.
Οι απατηλές του ελπίδες οδήγησαν σε απογοήτευση.
The ad made delusive claims about the product.
Η διαφήμιση έκανε παραπλανητικές ισχυρίσεις για το προϊόν.
Λεξικό Δέντρο
delusively
delusive
delus



























