Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fraudulent
01
απατηλός, εξαπατητικός
dishonest or deceitful, often involving illegal or unethical actions intended to deceive others
Παραδείγματα
The fraudulent scheme promised large profits but was actually a scam.
Το απατεωνίστικο σχέδιο υποσχέθηκε μεγάλα κέρδη αλλά ήταν στην πραγματικότητα απάτη.
His signature on the contract was deemed fraudulent, as it was forged without his consent.
Η υπογραφή του στη σύμβαση κρίθηκε απατηλή, καθώς είχε πλαστογραφηθεί χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Λεξικό Δέντρο
fraudulently
fraudulent
fraudul



























