Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deleterious
01
βλαβερός, καταστροφικός
inflicting damage or harm on someone or something
Παραδείγματα
Smoking cigarettes has been proven to have deleterious effects on one's health.
Έχει αποδειχθεί ότι το κάπνισμα τσιγάρων έχει βλαπτικές επιπτώσεις στην υγεία.
The pollution had a deleterious effect on the local wildlife population.
Η ρύπανση είχε βλαπτική επίδραση στον τοπικό πληθυσμό άγριας ζωής.



























