Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deft
01
επιδέξιος, εύστροφος
having quick and skillful movements
Παραδείγματα
The chef 's deft knife skills were evident in the perfectly sliced vegetables.
Οι επιδέξιες ικανότητες του σεφ με το μαχαίρι ήταν εμφανείς στα τέλεια κομμένα λαχανικά.
His deft fingers moved swiftly over the piano keys, producing beautiful music.
Τα επιδέξια δάχτυλά του κινούνταν γρήγορα πάνω στα πλήκτρα του πιάνου, παράγοντας όμορφη μουσική.



























