deft
deft
dɛft
ντεφτ
British pronunciation
/dˈɛft/

Ορισμός και σημασία του "deft"στα αγγλικά

01

επιδέξιος, εύστροφος

having quick and skillful movements
deft definition and meaning
example
Παραδείγματα
The chef 's deft knife skills were evident in the perfectly sliced vegetables.
Οι επιδέξιες ικανότητες του σεφ με το μαχαίρι ήταν εμφανείς στα τέλεια κομμένα λαχανικά.
His deft fingers moved swiftly over the piano keys, producing beautiful music.
Τα επιδέξια δάχτυλά του κινούνταν γρήγορα πάνω στα πλήκτρα του πιάνου, παράγοντας όμορφη μουσική.

Λεξικό Δέντρο

deftly
deftness
deft
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store