Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deficient
01
ελλιπής, ανεπαρκής
lacking in terms of quantity or quality
Παραδείγματα
The deficient supply of food left many people hungry.
Η ελλιπής προσφορά τροφίμων άφησε πολλούς ανθρώπους πεινασμένους.
Her deficient understanding of the subject made it challenging for her to pass the exam.
Η ελλιπής κατανόηση του θέματος από μέρους της έκανε δύσκολη για αυτήν την επιτυχία στις εξετάσεις.
02
ελλιπής, ανεπαρκής
falling short of some prescribed norm
Λεξικό Δέντρο
deficient
defici



























